περίτηγμα

περίτηγμα
τὸ, Α [περιτήκω]
1. οτιδήποτε αποχωρίζεται ως άχρηστο κατά την τήξη, ὁπως η σκόνη, η σκουριά, το κατακάθι
2. μτφ. (για πρόσ.) απόρριμμα, κάθαρμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περίτηγμα — that which is cast off in smelting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”